- διαπόμπευση
- η (Μ διαπόμπευσις, -εως) [διαπομπεύω]1. ατιμωτική περιφορά ατόμου για χλευασμό, διασυρμός2. δημόσια επικριτική έκθεση, γραπτή ή προφορική, τών παραπτωμάτων ή τών αδυναμιών ενός ατόμου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαπόμπευση — η ο διασυρμός, το ρεζίλεμα, ο δημόσιος εξευτελισμός: Παλαιότερα γινόταν διαπόμπευση των κλεφτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπομπή — η 1. δημόσιος εξευτελισμός, διαπόμπευση 2. ντροπή, όνειδος, αίσχος 3. άνθρωπος άξιος για διαπόμπευση ή διαπομπευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή. Η δημιουργία τού αρκτικού μπ οφείλεται στη συνεκφορά τής λ. με την αιτ. τού οριστ. άρθρου: την πομπή] … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
αναμουρδώνω — και αναμπουρδώνω και ανεμουρδώνω 1. γίνομαι θολός, θολώνω 2. ανακατεύω, συγχέω, μπερδεύω 3. μολύνω, ρυπαίνω 4. τιμωρώ ταπεινωτικά (από την παλαιότερη συνήθεια να ρυπαίνουν για διαπόμπευση το πρόσωπο αυτού που τιμωρείται) 5. καταλύω τη νηστεία… … Dictionary of Greek
βουρδούλισμα — το 1. χτύπημα με βούρδουλα, μαστίγωμα 2. διαπόμπευση … Dictionary of Greek
γιβέντισμα — το και ξεγιβέντιασμα διαπόμπευση … Dictionary of Greek
δειγματισμός — ο (AM δειγματισμός) [δειγματίζω] η δειγματοληψία αρχ. 1. δείγμα 2. διασυρμός, διαπόμπευση για παραδειγματισμό … Dictionary of Greek
δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… … Dictionary of Greek
διαλάλημα — το (Μ διαλάλημα) [διαλαλώ] 1. διάδοση, φήμη, κοινολόγηση 2. το διαλαλούμενο, το αναγγελλόμενο 3. διαπόμπευση, διασυρμός … Dictionary of Greek
διαλάληση — η (Α διαλάλησις, εως) [διαλαλώ] 1. γνωστοποίηση με κήρυκα, κοινολόγηση 2. διασυρμός, διαπόμπευση 3. διάδοση μυστικού αρχ. λόγος εκφερόμενος σε δημόσιο χώρο … Dictionary of Greek